πάλεμα

πάλεμα
το
η πάλη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πάλεμα — το [παλεύω (Ι)] η ενέργεια τού παλεύω, η πάλη …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Hymne Olympique — L’hymne olympique (en grec : Ολυμπιακός Ύμνος) est l’hymne des Jeux olympiques modernes, composé par Spýros Samáras et écrit par Kostís Palamás. Il fut joué pour la première fois lors des Jeux de la Ire Olympiade à Athènes en 1896[1]. D… …   Wikipédia en Français

  • Hymne olympique — L’hymne olympique (en grec : Ολυμπιακός Ύμνος) est l’hymne des Jeux olympiques modernes, composé par Spýros Samáras et écrit par Kostís Palamás. Il fut joué pour la première fois lors des Jeux de la Ire Olympiade à Athènes en 1896[1]. D… …   Wikipédia en Français

  • Himno Olímpico — Información general Portada del Himno Olímpico por Spyros Samaras, 1896. El Himno Olímpico (en griego Ολυμπιακός Ύ …   Wikipedia Español

  • Olympic Hymn — English: Olympic Anthem Official anthem of Olympic Games Also known as Greek: Ολυμπιακός Ύμνος French: Hymne Olympique Lyrics …   Wikipedia

  • καταφέρνω — 1. φέρω κάτι εις πέρας, κατορθώνω, επιτυγχάνω («δεν τά καταφέρνει στο μαγείρεμα») 2. πείθω, κάνω κάποιον να πεισθεί («τόν κατάφερε να τού γράψει την περιουσία» 3. καταβάλλω, υπερισχύω, ξεπερνώ, υπερνικώ κάποιον («ο μικρός καταφέρνει τον μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • κλινοπάλη — κλινοπάλη, ἡ (Α) η πάλη πάνω στην κλίνη, το πάλεμα στο κρεβάτι, η συνουσία …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • χαροπάλεμα — το, ατος το πάλεμα με το Χάρο, τo ψυχομαχητό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”